γδέρνω

γδέρνω
derisini yüzmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γδέρνω — γδέρνω, έγδαρα βλ. πίν. 118 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γδέρνω — (Μ γδέρνω) 1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα 2. (για μέλη τού σώματος) τραυματίζω νεοελλ. 1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω 2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ 4. (για φυτά) ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • γδέρνω — έγδαρα, γδάρθηκα, γδαρμένος 1. αφαιρώ το δέρμα ζώου: Έγδαρε το αγριογούρουνο που σκότωσε στο κυνήγι. 2. γρατσουνίζω, προκαλώ εκδορές: Έπεσε κι έγδαρε το χέρι της. 3. ξεφλουδίζω δέντρο. 4. μτφ., εξαντλώ οικονομικά κάποιον, αισχροκερδώ: Τον έγδαραν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογδέρνω — γδέρνω κάτι καλά …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • ασκοδορώ — ἀσκοδορῶ ( έω) (Α) γδέρνω κάποιον ζωντανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδέρω — (Α) 1. αφαιρώ δέρμα, γδέρνω 2. παθ. καταδέρομαι υπόκειμαι σε εκβιασμό, εκβιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • περιδέρω — Α γδέρνω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναδέρω — Α γδέρνω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέρω «γδέρνω, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκδέρω — Α γδέρνω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκδέρω «αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”